μάντα

μάντα
Ελασματοβράγχιο ψάρι της οικογένειας των μοβουλιδών της τάξης των σελαχιομόρφων, της οποίας είναι και ο μεγαλύτερος αντιπρόσωπος. Η επιστημονική ονομασία του είναι Μanta birostris. Η μ. του Ατλαντικού ωκεανού έχει πολύ πεπλατυσμένο σώμα το οποίο χαρακτηρίζεται από φαρδιά στηθαία πτερύγια που δίνουν την εντύπωση μανδύα, όπου οφείλεται το όνομά της (από την ισπανική λέξη manta =μανδύας). Αντίθετα, στερείται ραχιαίου και ουραίου πτερυγίου. Έχει μήκος 7 περίπου μ. και βάρος κυμαινόμενο μεταξύ 1.200-1.400 κιλών. Το ευρύ στόμα της είναι εφοδιασμένο με μικρά δόντια, που φυτρώνουν μόνο στην κάτω σιαγόνα. Το ισχυρό δέρμα της είναι τραχύ και μαύρο στην άνω επιφάνεια, με λίγες λευκές κηλίδες κοντά στο κεφάλι. Στα κατώτερα μέρη έχει υπόλευκο χρώμα. Τα βράγχια της βρίσκονται στην κάτω πλευρά του σώματος. Η μ. ζει στις ακτές των ωκεανών των τροπικών και εύκρατων περιοχών και τρέφεται με πλαγκτονικούς οργανισμούς και, κυρίως, με μικρά καρκινοειδή. Συναντάται, συνήθως, σε μικρά βάθη και μερικές φορές κάνει μεγάλα άλματα έξω από το νερό. Η μ. είναι ζωοτόκος οργανισμός. Ύστερα από περίοδο κύησης 13 μηνών, γεννάει ένα με δύο μικρά ανά τοκετό, μήκους 1μ. περίπου και βάρους έως δέκα κιλών. Η μάντα (manta birostris) ζει στα τροπικά νερά του δυτικού Ατλαντικού και το βάρος της μπορεί να ξεπεράσει μερικές φορές και τα 2.000 κιλά.
* * *
(I)
η
ζωολ. είδος μεγάλου ψαριού.
————————
(II)
μάντα, ἡ (Μ)
είδος μανδύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *μάντος (< ιταλ. manto), με αλλαγή γένους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μοβουλίδες — (mobulidae). Οικογένεια ψαριών. Τα κυριότερα γένη της οικογένειας είναι η μοβούλη και η μάντα ή κεφαλόπτερος. Έχουν μυτερά στηθικά πτερύγια, τοποθετημένα κοντά στα μάτια, που βρίσκονται στα πλάγια. Σε κάθε πλευρά του κεφαλιού υπάρχουν προεξοχές… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Βυτινιώτης, Κόλιας — (τέλη 18ου – αρχές 19ου αι.). Αρματολός και κλέφτης από τη Βυτίνα. Σε δημοτικά άσματα αναφέρεται ως εκπρόσωπος της παλικαριάς και σύγχρονος του Μαντά από το Αρκουδόρεμα, του Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, του Μπότσικα Κολοκοτρώνη και άλλων αρματολών της… …   Dictionary of Greek

  • Ιάβα — (διεθν. Java Jawa). Νησί (127.569 τ. χλμ., 121.352.608 κάτ. το 2000) της Ινδονησίας, στο νότιο τμήμα του ινδονησιακού τόξου. Βρέχεται στα Β από τη θάλασσα της Ι. και στα Ν από τον Ινδικό ωκεανό, ενώ εκτείνεται σε μήκος που υπερβαίνει τα 1.000 χλμ …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Μαναμπί — (Manabi). Επαρχία (18.105 τ. χλμ., 1.186.025 κάτ. το 2001) στο δυτικό τμήμα της Δημοκρατίας του Ισημερινού (Εκουαδόρ), στη γεωγραφική περιφέρεια Ακτή (Κόστα). Συνορεύει με τις επαρχίες Εσμεράλδας, Πισίντσα, Λος Ρίος και Γκουάγιας και βρέχεται από …   Dictionary of Greek

  • Σάουμπερτ, Εδουάρδος — (Schaubert). Γερμανός αρχιτέκτονας του 19ου αι. Το 1828 ήρθε στην Ελλάδα από τη Σιλεσΐα και εγκαταστάθηκε αρχικά στην Αίγινα, όπου διορίστηκε μηχανικός του Δημόσιου από τον Ιω. Καποδίστρια. Αργότερα, έπειτα από διαφωνία με τον κυβερνήτη, έφυγε… …   Dictionary of Greek

  • ἀκύμαντα — ἀκύ̱μαντα , ἀκύμαντος not washed by waves neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμάντ' — ἱ̱μάντα , ἱμάς leathern strap masc acc sg ἱμάντα , ἱμάς leathern strap masc acc sg ἱ̱μάντι , ἱμάς leathern strap masc dat sg ἱμάντι , ἱμάς leathern strap masc dat sg ἱ̱μάντε , ἱμάς leathern strap masc nom/voc/acc dual ἱμάντε , ἱμάς leathern strap …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱμάντα — ἱ̱μάντα , ἱμάς leathern strap masc acc sg ἱμάς leathern strap masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”